Μιχάλης Τάτσης, Με το καδρόνι στα χέρια


Μιχάλης Τάτσης

(1977 – 2010)

 —

 —

ΜΕ ΤΟ ΚΑΔΡΟΝΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ

(Πανοπτικόν, 2011)

 —

Με ποτίζεις μηλόξυδο, πολιτεία κροκόδειλη,
κι ο πόνος σου στα νεφρά μου

 —

    Πολιτεία πολύτροπη, θα γλιστρήσω μια βραδιά κάτω από τα σεντόνια σου σκληρός και θα σε γλείψω αργά με τη βοϊδόγλωσσα μου ίσαμε να γιομίσει ο κόλπος σου υγρά και αγωνία η καρδιά σου. Οξύνει λένε η σφαγή το αίμα. Τότε είναι που θα σε σφάξω κι εγώ με την καρδιά γιομάτη αίμα και θα σε διαπεράσω. Και θα σφαδάζει αίμα το κορμί στο νυφικό κρεβάτι. Και δεν θα χύσω ούτ’ ένα δάκρυ επάνω απ’ το κουφάρι σου. Θα σκουπίσω στο παντελόνι τα χέρια και θα γλιστρήσω απ’ το παράθυρο στη νύχτα σα κλέφτης. Θα ξαποστάσω στη μετάλλινη γέφυρα που σε γνώρισα και θα κρεμάσω τα κανιά μου στο κενό. Θα κρεμάσω τον έναν έναν σπόνδυλο ως τη στήλη στην ιτιά και θα περνά από μέσα τους συρίζοντας η γλώσσα. Από κάτω θα βυσσοδομεί τη μοναξιά του το ποτάμι. Θα κάτσω και θα κλάψω. Θα κλάψω γοερά για όλα τα νεκρά, αγέννητα παιδιά σου. Μακάριος ὃς κρατήσει καὶ ἀντρειωθεῖ τὰ νήπιά σου πρὸς τὴν πέτραν.

***

    Ανοίγεις τα πόδια, πολιτεία ξεδιάντροπη, ξανά, και με ξερνάς γυμνό στον κόσμο. Κι έπειτα μου τα παίρνεις όλα ως το ένα. Σκυφτός, στα τέσσερα, σκυλί, να σου φιλώ τα πόδια. Σκυφτός, στα τέσσερα, σκυλί, μια σφαίρα στο κεφάλι. Δε θα σε προσκυνήσω. Θα στυλωθώ και θα σε σπάσω.

***

    Τα άκρα γειτνιάζουν μεταξύ τους παράξενα, περισσότερο απ’ ότι το κέντρο, πολιτεία αλλήθωρη. Βλέπεις τα τέκνα σου να περνάν απ’ το χάος στη βασιλεία του τρόμου από στιγμή σε στιγμή, αταλάντευτα, και γεμίζει απορία το μάτι μου. Να φταίει που μοιράζεις δεκάρικα; – που μοίραζες δεκάρικα· τώρα τα φραγκοδίφραγκα χτυπάνε στο τραπέζι. Ακούγεται παντού ο κούφιος ήχος τους να αντηχεί μέσα στα πτώματα σου. Στέφεις βασίλισσα τη σύγχυση και τρώτε ομού με κουταλάκια επίχρυσα τ’ ασπράδι του μυαλού των υποτακτικών σου. Θα δεις τα τέκνα σου κανίβαλους, νεκρόφιλους, κοπρόφιλους, ν’ αλληλοτρώγουνε τις σάρκες τους, να βγάζουνε τα μάτια τους, να κάνουν το σκατό κιμά, να σοδομίζουνε τα πτώματα και να γεμίζουνε σπυριά οι δρόμοι την πανούκλα.

 —

    Όλα θαμμένα στο πύο κι εσύ το τροπάρι σου, πολιτεία σαπρόφιλη.

***

 

    Ποτάμι σκοτεινό σκυλί γάβγισε τ’ όνομα μου, φώλιασε μες στις φλέβες μου, σκάψε τα σωθικά μου! Κάνε αυτό το κούφαλο κορμί να αντηχεί στον φόβο σου, να τρέμει η ρίζα ανάτριχη το σκοτεινό σου μάτι! Να νιώσει μέσα του ζωή και ας πνιγεί τον οφθαλμό στο αίμα! Μπήξε βαθιά τα δόντια σου στην ξύλινη μου φύση και δάγκωσε και ξέσκισε και μάτωσε τα ούλα σου πάνω στ’ ανθόκλαδα μου! Δώσε να νιώσω μέσα μου τα νύχια σου να γδέρνουν έως τον ένα σπόνδυλο των φύλλων τους νευρώνες! Φοβέρισε τα φόβητρα που κρύβω μες στα φύλλα μου που πίνουνε τον ήλιο και διώξε πέρα τα πουλιά, πέρα στον πέρα κάμπο, να πάνε να φυτέψουνε σε νέο χώμα τον καρπό τη σάρκα να ριζώσω!

***

    Τα μάτια σου πέρα απ’ το επέκεινα της όρασης, μικρή κουφάλα πολιτεία, σαπίζουνε το βλέμμα μου. Σκουριάζεις τους βολβούς μου σαν τα τενεκεδάκια αναψυκτικών υγρών και τους πετάς βορά στα δόντια αρπακτικών νεκρών. Θα τους διπλοπατάς και θα ορμίζεσαι (κάτω απ’ τη θάλασσα θα βόσκει ο ουρανός το κρέας μου). Δεν θα υπάρχω μέσα στον καθρέφτη σου θα σκάψεις τ’ όνομα μου. Το φάσμα μου θα κρέμεται σαν κρέπι στις κρεμάστρες σου και θα γυρνάς το μάτι σου αργά μέσα στο αίμα μου αργά πολύ αργά καθώς το δηλητήριο σου θα ρέει στο κορμί μου. Δεν θα μου μείνει τίποτα. Και το κουφάρι μου στα πόδια μαθητών σχολείων φυλακών θα στήνεται αγχόνη της ανίας τους. Με τη λοβοτομή στον κρόταφο θα επιδικάζεις τρόμο. Συγχώρεσε τους, Κύριε, δεν ξέρουνε τι κάνουν.

***

    Μεγαλύνεις τον άρτο της ψυχής μου με τα δόντια σου, τον παίζεις με τη γλώσσα σου και τον ξερνάς πηλό υγρό στο χώμα. Ένα τσουβάλι κόκαλα πλημμυρισμένο αίμα. Ανοίγεις τα αγγεία μου κι αρδεύεις κόκκινο το δέρμα της ερήμου. Κόβεις κομμάτια από τη σάρκα μου και τα ονοματίζεις. Λες ύδωρ, άνθρωπος, ζωή και τα υποθηκεύεις. Δένεις τη γλώσσα μου κλωστή και την υπαγορεύεις. Ράβεις το στόμα σύρματα και μ’ αποκεφαλίζεις. Νέμεις αντίδωρη εκδορά τα μέλη μου φίδι φωνή προστάτη. Και με πετάς στην άνοιξη γυμνό ν’ αντιδικώ το άνθος. Με σάπισες, εσύ, σα μήλο στα ποτάμια σου και τώρα με ξυρίζεις. Στη φυλακή σου κάτεργο γυμνό στυγνά μ’ αυτοχειρίζεις.

***

 

Βιογραφικό

 

          Ο Μιχάλης Τάτσης γεννήθηκε το 1977 στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας. Σπούδασε Ποιμαντική και Κοινωνική Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Δούλεψε επί σειρά ετών σε διάφορα βιβλιοπωλεία του αθηναϊκού κέντρου. Έφηβος ήδη, από το 1995, αναπτύσσει έντονη πολιτική δράση. Για μία δεκαετία και πλέον θα υπάρξει αναγνωρίσιμη φυσιογνωμία του ελληνικού αναρχικού κινήματος. Σταδιακά θα αποξενωθεί από τους πάλαι ποτέ συντρόφους και συναγωνιστές του και θ’ αποτραβηχτεί στον εαυτό του. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγκλειστος –κατ’ επιλογήν– σε μια μικρή γκαρσονιέρα στη συμβολή των οδών Τοσίτσα και Τσαμαδού, στα Εξάρχεια, βλέποντας ελάχιστους καρδιακούς και πιστούς του φίλους. Αυτοκτόνησε τον Απρίλη του 2010 σε ηλικία 33 ετών. Το «Με το παλούκι στο γκώλο, με το καδρόνι στα χέρια», η πνευματική του διαθήκη, έργο επάνω στο οποίο δούλευε πυρετωδώς τους τελευταίους μήνες της ζωής του, είναι το πρώτο –και τελευταίο, σύμφωνα με τη ρητή επιθυμία του– βιβλίο του που εκδίδεται. Ο ίδιος φρόντισε να εξαφανίσει επιμελώς όλα τα –σημαντικά κατά τ’ άλλα σε αριθμό– ημιτελή του έργα καθώς και τα όποια ‘κατάλοιπα’ του, τρέμοντας ειλικρινά στη σκέψη των τυμβωρύχων της συνείδησης του μέλλοντος.

Ένα Σχόλιο to “Μιχάλης Τάτσης, Με το καδρόνι στα χέρια”

Αφήστε απάντηση στον/στην Μιχάλης Τάτσης (1977 – 2010), Με το καδρόνι στα χέρια | To Koskino Ακύρωση απάντησης